χλίδων — ornament masc nom/voc sg χλιδάω to be soft imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) χλιδάω to be soft imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλίδων — ωνος, και χλιδών, ῶνος, ὁ, Α είδος κοσμήματος για τους βραχίονες ή τους αστραγάλους («περὶ... τοὺς τραχήλους χλιδῶνας λιθοκολλήτους», Διοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλιδή + επίθημα ων, ωνος (πρβλ. ἄμβ ων, σίφ ων)] … Dictionary of Greek
χλιδών — ῶνος, ὁ, Α βλ. χλίδων … Dictionary of Greek
χλίδωνα — χλίδων ornament masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλίδωνας — χλίδων ornament masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλίδωνες — χλίδων ornament masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλίδωνος — χλίδων ornament masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλίδωσιν — χλίδων ornament masc dat pl χλίδωσις ornamentation fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλίδωσις — ώσεως, ἡ, Α στολισμός, καλλωπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλίδων «είδος κοσμήματος», μέσω ενός ρ. *χλιδῶ, όω. Ο τ. πιθ. είναι εσφ. γρφ. αντί χλίδωσι, δοτ. πληθ. τής λ. χλίδων] … Dictionary of Greek
χλιδώνιον — τὸ, Α [χλίδων] υποκορ. τ. τού χλίδων … Dictionary of Greek